Στου χουριό που ήρτα φέτου
για καλουτσιρνό σιργιάν΄
μουσικές τσι μηχανάκια
κάνασί μι ντάρνταγάν΄.
Είπατου στου Δήμαρχού μας
να μαζώξ΄κουμάτ΄του χάλ'
ξέριτι τι γύρσι τσ΄είπι μ΄;
γώ μι΄ φτά κάνου τσιφάλ΄.
Γούστα είνι στου καθένα
κάν΄ τσ΄αλλιώς άμα μπουρείς,
του Πιρίτουνου, μ΄τα ποίτσι
να τα γράφτου σα Σουρής.
Καλλικράτ΄ λοιπόν φουνάζου
(μισαλλόδουξ) αραθμώ,
άμα μη βαθμουλουγούσαν
θάπιρνα άστσμου βαθμό.
Γλωσσάρι
νταρνταγαν'=άνω κατω
τσ' είπι μ= και μου είπε
κάνου τσιφάλ΄ = μερακλώνομαι
τσμηθώ = να κοιμηθώ